- απόψυξη
- [-ις (-εως)] η1) охлаждение, остывание; 2) остуживание, охлаждение; замораживание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόψυξη — η το ξεπάγωμα: Η απόψυξη των ψυγείων γίνεται σήμερα αυτόματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόψυξη — η (Α ἀπόψυξις) νεοελλ. 1. το ξεπάγωμα 2. η πλήρης ψύξη αρχ. 1. το δρόσισμα 2. το ρίγος … Dictionary of Greek
αποψυκτήριος — α, ο 1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για πλήρη ψύξη, για πάγωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το αποψυκτήριο συσκευή που χρησιμεύει στην ψύξη, για το πάγωμα αερίων ή ατμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόψυξη. Ο τ. αποψυκτήριο μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… … Dictionary of Greek
κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
ξεπάγωμα — το [ξεπαγώνω] λειώσιμο τού πάγου, απόψυξη … Dictionary of Greek
σπερμακητέλαιο — το, Ν έλαιο που απομένει μετά την απόψυξη και έκθλιψη τού κητοσπέρματος και που χρησιμοποιείται ως έκδοχο στη φαρμακευτική και ως λιπαντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερμακήτειο + έλαιο] … Dictionary of Greek